Δημόσια Υγεία
Για την Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας (1998), δημόσια υγεία είναι “Η επιστήμη και η τέχνη της προαγωγής της υγείας, της πρόληψης της αρρώστιας και της παράτασης της ζωής μέσα από τις οργανωμένες προσπάθειες της κοινωνίας”. Με τον όρο δημόσια υγεία εννοούμε το σύνολο των κλάδων της επιστήμης, αλλά και των κοινωνικών δομών, που έχουν ως αντικείμενό τους την προάσπιση της υγείας του πληθυσμού. Έχοντας ξεκινήσει ως ένας όρος που κάλυπτε την πτυχή της υγείας των ασθενέστερων κοινωνικών στρωμάτων, σήμερα έχει διευρυνθεί ώστε να καλύπτει την υγεία στο σύνολό της. Η δημόσια υγεία περιλαμβάνει ένα τεράστιο αριθμό τομέων (περιβαλλοντική, εργασιακή, βιοϊατρικής, βιοτρομοκρατίας κ.ά.) που αποτελούν ισάριθμους τομείς εξειδίκευσης για τους λειτουργούς της. Σε πρακτικό επίπεδο, μπορεί να χωριστεί σε δύο μέρη, την επιδημιολογία και τα συστήματα υπηρεσιών για την ανάκτηση της υγείας . Η επιδημιολογία αφορά στην κατανομή και τα αίτια των ασθενειών και των προδιαθεσικών τους παραγόντων , την πρόληψη και προαγωγής της υγείας, ενώ τα συστήματα υπηρεσιών για την ανάκτηση της υγείας περιλαμβάνουν την οργάνωση υπηρεσιών παροχής φροντίδας, καθώς και συναφών κοινωνικών μέτρων, την αξιολόγηση των αναγκών του πληθυσμού και την αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών. Η επιδημιολογική μεθοδολογία της έρευνας εφαρμόζεται για τον καθορισμό της κατανομής και των αιτίων των ασθενειών, αλλά και για σκοπούς προγραμματισμού και αξιολόγησης των υπηρεσιών υγείας. Ενώ ο κλινικός γιατρός ασχολείται με τη διάγνωση και την αντιμετώπιση παθολογικών καταστάσεων σε άτομα, η επιδημιολογία ασχολείται με τη διερεύνηση προβλημάτων υγείας στην κοινότητα και μελετά τρόπους για την επίλυσή τους και για την πρόληψη της επανεμφάνισής τους στο μέλλον. Η διερεύνηση και ο καθορισμός μεταβλητών παραγόντων που σχετίζονται με την υγεία αποτελεί τη βάση για διαμόρφωση πολιτικής στο χώρο της δημόσιας υγείας. Ετυμολογικά, η “επιδημιολογία” προήλθε από τον όρο “επιδημία”, που παραπέμπει κυρίως σε μολυσματικές ασθένειες οι οποίες παλαιότερα ενδημούσαν. Έτσι, μέσα από τη μακραίωνη μελέτη των μολυσματικών ασθενειών έχει εξελιχθεί η επιδημιολογία ως κλάδος. Σήμερα, αναφέρεται και στα μη μεταδοτικά νοσήματα, πχ καρκίνος, καρδιοπάθειες, ψυχιατρικά προβλήματα, και σε προδιαθεσικούς παράγοντες, όπως παχυσαρκία, ατυχήματα, κάπνισμα, χρήση ναρκωτικών, αυτοκτονίες κα. Οι αλματώδεις εξελίξεις της ιατρικής οδηγούν αναπόφευκτα στη δημιουργία κοστοβόρων συστημάτων φροντίδας με επίκεντρο το κλινικό περιβάλλον. Παράλληλα με τη συνεχή τάση προς την εξειδίκευση και τη δημιουργία νέων κλάδων της θεραπευτικής και διαγνωστικής, παρουσιάζεται επιτακτικά η ανάγκη για σωστές και στοχευμένες εφαρμογές τους και για στροφή, όπου αυτό είναι δυνατό και επιβάλλεται, προς λιγότερο κοστοβόρα συστήματα και διαδικασίες πρόληψης και προαγωγής της υγείας. Ο ρόλος της επιδημιολογίας στη διαδικασία αυτή είναι θεμελιώδης, επειδή συμβάλλει στην κατανόηση της φύσης των προβλημάτων υγείας και στην ορθή επιλογή και αξιολόγηση μέτρων πρόληψης και αντιμετώπισης. Η επιδημιολογία παρέχει την επιστημονική βάση στην οποία θα στηριχθούν οι αρχές δημόσιας υγείας για τη λήψη στοχευμένων μέτρων για την υγεία, δηλαδή, μέτρων που να είναι αποτελεσματικά, ασφαλή, σύμφωνα με τους κανόνες της δεοντολογίας και που να εξασφαλίζουν την όσο το δυνατό ορθολογιστική χρήση των δημόσιων πόρων – υλικών και ανθρώπινων – χωρίς διασπάθιση, κακή διαχείριση ή εξυπηρέτηση συμφερόντων. Συνάγεται πως η έννοια της δημόσιας υγείας δεν περιορίζεται στα στενά πλαίσια υγειονομικής φροντίδας, αλλά είναι συνυφασμένη και με τις εξελίξεις στον ευρύτερο κοινωνικό χώρο. Τα μεγάλα κινήματα για την υγειονομική μεταρρύθμιση – που γεννήθηκαν και εξελίχθηκαν και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού περί τα μέσα του 19ου αιώνα, ως φυσική εξέλιξη της ανάπτυξης της ιατρικής, καθώς και όλων των τομέων της επιστήμης, της τέχνης και του πολιτισμού κατά το Διαφωτισμό – έχουν διαδραματίσει ουσιώδη ρόλο στην εξέλιξη της δημόσιας υγείας. Με τη Βιομηχανική Επανάσταση υπήρξαν μαζικές μετακινήσεις πληθυσμού από την ύπαιθρο στα μεγάλα ευρωπαϊκά αστικά κέντρα, όπου οι συνθήκες διαβίωσης και εργασίας ήταν άθλιες, με ιδιαίτερα αρνητικές επιπτώσεις στη δημόσια υγεία. Οι πόλεις αναπτύσσονταν πέραν των δυνατοτήτων τους να παρέχουν συνθήκες στοιχειώδους υγιεινής διαβίωσης στους κατοίκους, εφόσον η ταχεία ανάπτυξη δεν άφηνε χρόνο για την ταυτόχρονη δημιουργία της απαραίτητης υποδομής. Η αντίσταση στις ασθένειες των ατόμων ήταν μειωμένη λόγω του υποσιτισμού και της έλλειψης ανοσίας σε πολλά λοιμώδη νοσήματα που ήταν ενδημικά στις πόλεις, αλλά όχι στην ύπαιθρο από όπου προέρχονταν. Το κρατικό σύστημα ιατρικής περίθαλψης ήταν ουσιαστικά ανύπαρκτο, τουλάχιστον για τα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα, και τα νοσοκομεία ήταν συχνά μέρη όπου κάποιος πήγαινε για να πεθάνει και όχι για να θεραπευτεί. Η εποχή αυτή σημαδεύτηκε από έντονο προβληματισμό και κινητοποίηση για βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης με τη δημιουργία της υποδομής, μεταξύ άλλων, για καθαρό νερό, υγειονομική απόρριψη σκυβάλων και αποβλήτων, καλύτερα σπίτια και προστασία από επαγγελματικά ατυχήματα και ασθένειες. Παράλληλα, σημειώθηκε αλματώδης πρόοδος στον τομέα της υγείας, με κυριότερα στοιχεία την τεχνολογική πρόοδο, την αναγνώριση της μικροβιακής αιτιολογίας πολλών ασθενειών (και περίπου μισό αιώνα αργότερα την ανακάλυψη των πρώτων αντιβιοτικών), την ταυτοποίηση των συστατικών της διατροφής και το ρόλο των διατροφικών στερήσεων στη δημιουργία παθολογικών συνδρόμων, την αναβίωση της ιπποκρατικής προσέγγισης στο ρόλο των περιβαλλοντικών παραγόντων στη δημιουργία της αρρώστιας, την αναγνώριση του ρόλου της κληρονομικότητας και σημαντικές ανακαλύψεις σε πλείστους άλλους τομείς. Ο εμπλουτισμός της γνώσης σε σχέση με τα αίτια που προκαλούν τις ασθένειες είχε ως αποτέλεσμα να τονιστεί η ευθύνη του Κράτους, του κοινωνικού συνόλου, αλλά και του ατόμου, σε ότι αφορά στην πρόληψη και την αντιμετώπιση των προβλημάτων υγείας. Ουσιώδη ρόλο στην προώθηση της επιδημιολογικής μεθοδολογίας και στην αναβάθμιση των υπηρεσιών υγείας διαδραμάτισε η σταδιακή εισαγωγή βελτιωμένων συστημάτων συλλογής και επεξεργασίας στατιστικών δεδομένων σε σχέση με τις ασθένειες και με συναφή, δημογραφικά, κοινωνικοοικονομικά και περιβαλλοντικά στοιχεία. Με την καταγραφή πληροφοριών δημιουργούνται βάσεις δεδομένων που επιτρέπουν τη γενική περιγραφή μιας ασθένειας στην κοινότητα, τις συγκρίσεις ανάμεσα σε ομάδες πολιτών, την παρακολούθηση των διακυμάνσεων της συχνότητας της νόσου και τη διερεύνηση των πιθανών της αιτίων. Η συστηματοποιημένη καταγραφή γίνεται με συμβατικούς τρόπους, καθώς και με μεθόδους γεωγραφικών συστημάτων αποτύπωσης και επιτρέπει τον έγκαιρο εντοπισμό συσσωρευμένων περιστατικών γύρω από πηγές περιβαλλοντικής ρύπανσης (πχ αυξημένη ακτινοβολία, χημική ή βιολογική ρύπανση νερών, εργοστασιακά απόβλητα, αυξημένα επίπεδα θορύβου κ.ά.) και επιτρέπει την έγκαιρη προειδοποίηση για πιθανή επερχόμενη επιδημία. Μέσα από τη μελέτη των καταγεγραμμένων στοιχείων γίνεται σωστή και ορθολογιστική αξιολόγηση των αναγκών στον τομέα της υγείας, καθώς και καθοδήγηση της περιβαλλοντικής και κοινωνικής πολιτικής για προστασία της υγείας.